- ἀποστιβής
- ἀποστιβήςoff the roadmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποστιβής — ἀποστιβής, ές (Α) [στείβω] αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, απόμερος … Dictionary of Greek